Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἵ οἱ κεδνότατοι

См. также в других словарях:

  • κεδνότατοι — κεδνός careful masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδνός — κεδνός, ή, όν (Α) 1. (για πρόσ.) ενεργ. 1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.) 2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.) 3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»